«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφ' ενός, δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολ

«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφ' ενός, δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολ
«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφ' ενός, δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς·κι αφ' ετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη». Επίκουρος: (341 π.Χ. - 270 π.Χ.)

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΚΑΙ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

Αχιλλεύς και Πενθεσίλεια...
Η Απόλυτη Σύγκρουση που γέννησε μια Αιώνια Αγάπη....
Στέκονται οι νέοι και κοιτούν τον γέρο-Όμηρο να πλησιάζει την ιστορία του στην έλευση των Αμαζόνων...
Και το μυαλό του σταματάει...
Τα μάτια του σα να βρίσκουν το φώς τους και κοιτούν αυτή τη μεγάλη στιγμή που χάραξε μια αιώνια ιστορία...
Οι νέοι παρακολουθούν τα μάτια του γερο-Ομήρου να δακρίζουν μελαγχολικά...
"Ήταν εκείνη η στιγμή που ο καθένας θα μπορούσε κατάρες να στείλει στις Μοίρες για τους δρόμους που χάραξαν σε αυτούς τους δύο νέους... ΄Ηταν εκείνη η στιγμή που ακόμη και οι σκληρόκαρδοι Θεοί δάκρισαν και λύγισαν μπροστά στο θέαμα... Ήταν εκείνη η στιγμή που ακόμη και ο Άδης δίστασε για μια στιγμή να κάνει το χρέος του...
Η μάχες έξω από τα μεγαλειώδη τοίχη της Τροίας έφταναν στην αποκορύφωση τους... Ο νεαρός Αχιλλέας δόξαζε την αθανασία του ονόματος του και στο πλάϊ του τόσοι άλλοι έλληνες βασιλιάδες...
Μα την "ηρεμία" της μάχης, καλπασμοί αλόγων και κραυγές εξωτικές έμελε να ταράξουν...
"Oι Αμαζόνες...." πρόλαβε να φωνάξει κάποιος έλληνας πολεμιστής πρίν, μια από αυτές, του πάρει για λάφυρο το κεφάλι...
Μάχη βγαλμένη από τις Τιτανομαχίες... Ήρωες να πέφτουν άψυχοι και γενναίοι και από τις δυο πλευρές...
Μέχρι που κανείς τίποτα δεν έβλεπε από την σκόνη που σηκώθηκε... Παρά μόνο αλαλασμούς και άγριες κραυγές άκουγε...
Ώσπου τα πάντα έπαψαν... Σιγή παντού... Ο Μέγας Άρης την σκόνη έδιωξε να δει κι ο ίδιος τι συμβαίνει...
Δυο νέοι έστεκαν αντιμέτωποι... Δυο νέοι που ήταν έτοιμοι ο ένας να διεκδικήσει την ζωή του άλλου...
Ο Αχιλλέας, ο Βασιλιάς των Μυρμηδόνων και η Πενθεσίλεια η Βασίλισσα των Αμαζόνων...
Έστεκαν ακίνητοι. Μόνο τα μεγάλα και όμορφα μάτια τους συναντιόντουσαν...
Ήταν σα να περίμεναν αιώνες οι ψυχές του τη στιγμή αυτή... μόνο που δεν ήξεραν για ποιό λόγο...
Οι ασπίδες έπεσαν... Τα σπαθιά σηκώθηκαν... Τα βλέμματα χτύπησαν πρώτα... Και μετά... τα σώματα...
Εχθροί και σύμμαχοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα μια στιγμή που όμοιά της μόνο στους μύθους γνώριζαν...
Έτρεξε ο Αχιλλέας... Έτρεξε η Πενθεσίλεια... Και τα μέταλλα των σπαθιών τους συναντήθηκαν...
Νόμιζες ότι ο κρότος της επαφής τους ενόχλησε την γή κι εκείνη ταρακουνήθηκε...
Ακόμη και οι Θεοί έμειναν σαν κοινοί θνητοί να παρακολουθούν αυτό το θέαμα...
Ιδρώτας... Πείσμα... Θάρρος... Τέχνη...
Μια απόλυτη σύγκρουση δύο λαμπρών πολεμιστών...
Τα δόντια σφυγμένα... Καμιά κραυγή...
Πότε γινόντουσαν ένα σώμα και πότε χώριζαν για να χτυπηθούν...
Ακόμη κι ο Θεός του Έρωτα θα ζήλευε αυτές τις στιγμές...
Θεοί! Ποτέ κανείς δεν είδε κάτι τέτοιο.... Θεός ή θνητός...
Τα σώματα τους γέμιζαν ουλές, το αίμα έτρεχε και ήταν θεϊκό...
Οι ψυχές χτυπιόντουσαν κι αυτές πάνω από τα σώματα τους...
Βήματα προς τα πίσω...
Χτύπημα των σπαθιών...
Ξανά ένα σώμα...
Ξανά και ξανά...
Μέχρι που ο θείκός Αχιλλέας έμπηξε στο στήθος της Πενθεσίλειας την μύτη του σπαθιού του...
Η Βασίλισσα έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή...
Γούρλωσε τα πανέμορφα μάτια της κοιτόντας μέσα στα μάτια του Αχιλλέα...
Ο Κόσμος ολόγυρα σκοτείνιασε... έμειναν μόνοι τους... λίγα δευτερόλεπτα που κράτησαν αιώνες...
Του Αχιλλέα η καρδιά ράγισε ολοκληρωτικά... Ο Έρωτας του την διαπέρασε...
Μα ήταν αργά...
Οι πολεμιστές τριγύρω κοιτούσαν σαν χαμένοι...
Κανένας δεν ζητωκραύγαζε...
Γονάτισε ο Αχιλλέας... και ένιωσε την αγάπη να τον έχει νικήσει...
Τα δάκρυα των ματιών του ενώθηκαν με τα δάκρυα στο πρόσωπο της Βασίλισσας...
Καμιά παράκληση προς τους Θεούς δεν ήταν δυνατή πίσω στην ζωή να την φέρουν...
Η ψυχή του έφευγε αγκαλιά με την ψυχή της πολεμίστριας...
Παρηγοριά πουθενά...
Δυο βλέμματα που ποτέ δεν αποχωρίστηκαν μεταξύ τους...
Δυο ψυχές που ξεκίνησαν το ταξίδι τους...
Μόνο τα κενά σώματα έμειναν στο πεδίο της μάχης...
Πόνος και οργή...
Πόνος και αγάπη...
"Θα συναντηθούμε ξανά... κάτω από άλλες συνθήκες... Αυτές που θα έπρεπε να είχαμε βρεθεί από πριν... Βασίλισσα μου..."
Ήταν τα λόγια που κατάφερε να βγάλει με μια πνοή ο Αχιλλέας...
Σήκωσε το σώμα της και το παρέδωσε στις Αμαζόνες...
Με σκημένο το κεφάλι, με το σώμα από την κούραση να μη τον κρατά, αποχώρισε με μια μόνο ευχή... Σύντομα να έρθει η στιγμή που θα την ξαναδεί σε έναν κόσμο όπου ο πόλεμος δεν θα υπάρχει πια...
Σε έναν κόσμο όπου τα σώματα τους θα γίνουν ένα ξανά χωρίς πανοπλίες και σπαθιά...
Και σα να μη του χάλασαν την ευχή οι Θεοί... δεν πέρασε καιρός... και τον έστειλαν την αγαπημένη του να βρεί...
στα σκοτεινά δωμάτια του Άδη... Εκεί που οι δυό τους θα πλημύριζαν με Φώς το Βασίλειο των Σκιών... "
Ο Ηράκλειτος... είπε... ότι όλα είναι γέννημα της Φωτιάς.
Η ζωή προέρχεται από το Πύρ...
Έτσι κι εδώ... μια Απόλυτη Σύγκρουση γέννησε την Απόλυτη Αγάπη...
Έφτανε μονάχα μια στιγμή για να γεννηθεί μια Αγάπη που κράτησε αιώνια...


ΑΝΑΞ ΑΥΤΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου